Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θυρωρέω
θυρωρός
θύρωσις
θυρωτός
θυσανηδόν
θυσανοειδής
θυσανόεις
θύσανος
θυσάνουρος
θυσανώδης
θυσανωτός
θύσθεν
θύσθλα
θυσία
θυσιάζω
θυσιάς
θυσιαστήριον
θυσιαστήριος
θυσιαστής
θύσιμος
θυσιουργός
View word page
θυσανωτός
asseled, fringed
ShortDef
asseled, fringed
Debugging
Headword:
θυσανωτός
Headword (normalized):
θυσανωτός
Headword (normalized/stripped):
θυσανωτος
IDX:
41901
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41902
Key:
Data
{'content': 'asseled, fringed'}