Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θυρωρεῖον
θυρωρέω
θυρωρός
θύρωσις
θυρωτός
θυσανηδόν
θυσανοειδής
θυσανόεις
θύσανος
θυσάνουρος
θυσανώδης
θυσανωτός
θύσθεν
θύσθλα
θυσία
θυσιάζω
θυσιάς
θυσιαστήριον
θυσιαστήριος
θυσιαστής
θύσιμος
View word page
θυσανώδης
tassel-like, bunched

ShortDef

tassel-like, bunched

Debugging

Headword:
θυσανώδης
Headword (normalized):
θυσανώδης
Headword (normalized/stripped):
θυσανωδης
IDX:
41900
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41901
Key:

Data

{'content': 'tassel-like, bunched'}