Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θύρωμα
θυρών
θυρωρεῖον
θυρωρέω
θυρωρός
θύρωσις
θυρωτός
θυσανηδόν
θυσανοειδής
θυσανόεις
θύσανος
θυσάνουρος
θυσανώδης
θυσανωτός
θύσθεν
θύσθλα
θυσία
θυσιάζω
θυσιάς
θυσιαστήριον
θυσιαστήριος
View word page
θύσανος
a tassel

ShortDef

a tassel

Debugging

Headword:
θύσανος
Headword (normalized):
θύσανος
Headword (normalized/stripped):
θυσανος
IDX:
41898
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41899
Key:

Data

{'content': 'a tassel'}