Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θυρσόω
θύρωμα
θυρών
θυρωρεῖον
θυρωρέω
θυρωρός
θύρωσις
θυρωτός
θυσανηδόν
θυσανοειδής
θυσανόεις
θύσανος
θυσάνουρος
θυσανώδης
θυσανωτός
θύσθεν
θύσθλα
θυσία
θυσιάζω
θυσιάς
θυσιαστήριον
View word page
θυσανόεις
tasseled, fringed

ShortDef

tasseled, fringed

Debugging

Headword:
θυσανόεις
Headword (normalized):
θυσανόεις
Headword (normalized/stripped):
θυσανοεις
IDX:
41897
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41898
Key:

Data

{'content': 'tasseled, fringed'}