Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θυρσοχαρής
θυρσόω
θύρωμα
θυρών
θυρωρεῖον
θυρωρέω
θυρωρός
θύρωσις
θυρωτός
θυσανηδόν
θυσανοειδής
θυσανόεις
θύσανος
θυσάνουρος
θυσανώδης
θυσανωτός
θύσθεν
θύσθλα
θυσία
θυσιάζω
θυσιάς
View word page
θυσανοειδής
fringed
ShortDef
fringed
Debugging
Headword:
θυσανοειδής
Headword (normalized):
θυσανοειδής
Headword (normalized/stripped):
θυσανοειδης
IDX:
41896
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41897
Key:
Data
{'content': 'fringed'}