Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θυρσοφόρος
θυρσοχαρής
θυρσόω
θύρωμα
θυρών
θυρωρεῖον
θυρωρέω
θυρωρός
θύρωσις
θυρωτός
θυσανηδόν
θυσανοειδής
θυσανόεις
θύσανος
θυσάνουρος
θυσανώδης
θυσανωτός
θύσθεν
θύσθλα
θυσία
θυσιάζω
View word page
θυσανηδόν
fringe-like

ShortDef

fringe-like

Debugging

Headword:
θυσανηδόν
Headword (normalized):
θυσανηδόν
Headword (normalized/stripped):
θυσανηδον
IDX:
41895
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41896
Key:

Data

{'content': 'fringe-like'}