Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θυρσοφορία
θυρσοφόρος
θυρσοχαρής
θυρσόω
θύρωμα
θυρών
θυρωρεῖον
θυρωρέω
θυρωρός
θύρωσις
θυρωτός
θυσανηδόν
θυσανοειδής
θυσανόεις
θύσανος
θυσάνουρος
θυσανώδης
θυσανωτός
θύσθεν
θύσθλα
θυσία
View word page
θυρωτός
with a door

ShortDef

with a door

Debugging

Headword:
θυρωτός
Headword (normalized):
θυρωτός
Headword (normalized/stripped):
θυρωτος
IDX:
41894
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41895
Key:

Data

{'content': 'with a door'}