Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θυρσοφορέω
θυρσοφορία
θυρσοφόρος
θυρσοχαρής
θυρσόω
θύρωμα
θυρών
θυρωρεῖον
θυρωρέω
θυρωρός
θύρωσις
θυρωτός
θυσανηδόν
θυσανοειδής
θυσανόεις
θύσανος
θυσάνουρος
θυσανώδης
θυσανωτός
θύσθεν
θύσθλα
View word page
θύρωσις
furnishing with a door

ShortDef

furnishing with a door

Debugging

Headword:
θύρωσις
Headword (normalized):
θύρωσις
Headword (normalized/stripped):
θυρωσις
IDX:
41893
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41894
Key:

Data

{'content': 'furnishing with a door'}