Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θυρσοτινάκτης
θυρσοφορέω
θυρσοφορία
θυρσοφόρος
θυρσοχαρής
θυρσόω
θύρωμα
θυρών
θυρωρεῖον
θυρωρέω
θυρωρός
θύρωσις
θυρωτός
θυσανηδόν
θυσανοειδής
θυσανόεις
θύσανος
θυσάνουρος
θυσανώδης
θυσανωτός
θύσθεν
View word page
θυρωρός
a door-keeper, porter

ShortDef

a door-keeper, porter

Debugging

Headword:
θυρωρός
Headword (normalized):
θυρωρός
Headword (normalized/stripped):
θυρωρος
IDX:
41892
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41893
Key:

Data

{'content': 'a door-keeper, porter'}