Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θύρσος
θυρσοτινάκτης
θυρσοφορέω
θυρσοφορία
θυρσοφόρος
θυρσοχαρής
θυρσόω
θύρωμα
θυρών
θυρωρεῖον
θυρωρέω
θυρωρός
θύρωσις
θυρωτός
θυσανηδόν
θυσανοειδής
θυσανόεις
θύσανος
θυσάνουρος
θυσανώδης
θυσανωτός
View word page
θυρωρέω
to be a door-keeper

ShortDef

to be a door-keeper

Debugging

Headword:
θυρωρέω
Headword (normalized):
θυρωρέω
Headword (normalized/stripped):
θυρωρεω
IDX:
41891
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41892
Key:

Data

{'content': 'to be a door-keeper'}