Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θυρσοπλήξ
θύρσος
θυρσοτινάκτης
θυρσοφορέω
θυρσοφορία
θυρσοφόρος
θυρσοχαρής
θυρσόω
θύρωμα
θυρών
θυρωρεῖον
θυρωρέω
θυρωρός
θύρωσις
θυρωτός
θυσανηδόν
θυσανοειδής
θυσανόεις
θύσανος
θυσάνουρος
θυσανώδης
View word page
θυρωρεῖον
porter's lodge

ShortDef

porter's lodge

Debugging

Headword:
θυρωρεῖον
Headword (normalized):
θυρωρεῖον
Headword (normalized/stripped):
θυρωρειον
IDX:
41890
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41891
Key:

Data

{'content': "porter's lodge"}