Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θυρσομανής
θυρσοπλήξ
θύρσος
θυρσοτινάκτης
θυρσοφορέω
θυρσοφορία
θυρσοφόρος
θυρσοχαρής
θυρσόω
θύρωμα
θυρών
θυρωρεῖον
θυρωρέω
θυρωρός
θύρωσις
θυρωτός
θυσανηδόν
θυσανοειδής
θυσανόεις
θύσανος
θυσάνουρος
View word page
θυρών
the part outside the door, a hall, antechamber

ShortDef

the part outside the door, a hall, antechamber

Debugging

Headword:
θυρών
Headword (normalized):
θυρών
Headword (normalized/stripped):
θυρων
IDX:
41889
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41890
Key:

Data

{'content': 'the part outside the door, a hall, antechamber'}