Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀλφάνω
ἀλφάριον
Ἀλφειός
ἀλφεσίβοιος
ἀλφή
ἀλφηστής
ἀλφιταμοιβός
ἀλφιτεία
ἀλφιτεῖον
ἀλφιτεύς
ἀλφιτεύω
ἀλφιτηδόν
ἀλφιτηρός
ἀλφιτισμός
ἀλφιτοειδής
ἀλφιτόμαντις
ἄλφιτον
ἀλφιτοποιία
ἀλφιτοποιός
ἀλφιτοπώλης
ἀλφιτοπωλικός
View word page
ἀλφιτεύω
grind barley

ShortDef

grind barley

Debugging

Headword:
ἀλφιτεύω
Headword (normalized):
ἀλφιτεύω
Headword (normalized/stripped):
αλφιτευω
IDX:
4188
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4189
Key:

Data

{'content': 'grind barley'}