Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θυρσόλογχος
θυρσομανής
θυρσοπλήξ
θύρσος
θυρσοτινάκτης
θυρσοφορέω
θυρσοφορία
θυρσοφόρος
θυρσοχαρής
θυρσόω
θύρωμα
θυρών
θυρωρεῖον
θυρωρέω
θυρωρός
θύρωσις
θυρωτός
θυσανηδόν
θυσανοειδής
θυσανόεις
θύσανος
View word page
θύρωμα
doorway

ShortDef

doorway

Debugging

Headword:
θύρωμα
Headword (normalized):
θύρωμα
Headword (normalized/stripped):
θυρωμα
IDX:
41888
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41889
Key:

Data

{'content': 'doorway'}