Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θυρσοκόμος
θυρσόλογχος
θυρσομανής
θυρσοπλήξ
θύρσος
θυρσοτινάκτης
θυρσοφορέω
θυρσοφορία
θυρσοφόρος
θυρσοχαρής
θυρσόω
θύρωμα
θυρών
θυρωρεῖον
θυρωρέω
θυρωρός
θύρωσις
θυρωτός
θυσανηδόν
θυσανοειδής
θυσανόεις
View word page
θυρσόω
make into thyrsi
ShortDef
make into thyrsi
Debugging
Headword:
θυρσόω
Headword (normalized):
θυρσόω
Headword (normalized/stripped):
θυρσοω
IDX:
41887
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41888
Key:
Data
{'content': 'make into thyrsi'}