Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θυρσάριον
θυρσεχθής
θυρσίων
θυρσοειδής
θυρσοκόμος
θυρσόλογχος
θυρσομανής
θυρσοπλήξ
θύρσος
θυρσοτινάκτης
θυρσοφορέω
θυρσοφορία
θυρσοφόρος
θυρσοχαρής
θυρσόω
θύρωμα
θυρών
θυρωρεῖον
θυρωρέω
θυρωρός
θύρωσις
View word page
θυρσοφορέω
to assemble

ShortDef

to assemble

Debugging

Headword:
θυρσοφορέω
Headword (normalized):
θυρσοφορέω
Headword (normalized/stripped):
θυρσοφορεω
IDX:
41883
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41884
Key:

Data

{'content': 'to assemble'}