Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θυρόω
θυρσάζω
θυρσάριον
θυρσεχθής
θυρσίων
θυρσοειδής
θυρσοκόμος
θυρσόλογχος
θυρσομανής
θυρσοπλήξ
θύρσος
θυρσοτινάκτης
θυρσοφορέω
θυρσοφορία
θυρσοφόρος
θυρσοχαρής
θυρσόω
θύρωμα
θυρών
θυρωρεῖον
θυρωρέω
View word page
θύρσος
the thyrsus
ShortDef
the thyrsus
Debugging
Headword:
θύρσος
Headword (normalized):
θύρσος
Headword (normalized/stripped):
θυρσος
IDX:
41881
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41882
Key:
Data
{'content': 'the thyrsus'}