Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θυροφύλαξ
θυρόω
θυρσάζω
θυρσάριον
θυρσεχθής
θυρσίων
θυρσοειδής
θυρσοκόμος
θυρσόλογχος
θυρσομανής
θυρσοπλήξ
θύρσος
θυρσοτινάκτης
θυρσοφορέω
θυρσοφορία
θυρσοφόρος
θυρσοχαρής
θυρσόω
θύρωμα
θυρών
θυρωρεῖον
View word page
θυρσοπλήξ
thyrsus-stricken, frantic
ShortDef
thyrsus-stricken, frantic
Debugging
Headword:
θυρσοπλήξ
Headword (normalized):
θυρσοπλήξ
Headword (normalized/stripped):
θυρσοπληξ
IDX:
41880
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41881
Key:
Data
{'content': 'thyrsus-stricken, frantic'}