Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θυροκόπος
θυρόκοπος
θυροκρουστία
θυροπηγία
θυροποιός
θυροφύλαξ
θυρόω
θυρσάζω
θυρσάριον
θυρσεχθής
θυρσίων
θυρσοειδής
θυρσοκόμος
θυρσόλογχος
θυρσομανής
θυρσοπλήξ
θύρσος
θυρσοτινάκτης
θυρσοφορέω
θυρσοφορία
θυρσοφόρος
View word page
θυρσίων
tursio
ShortDef
tursio
Debugging
Headword:
θυρσίων
Headword (normalized):
θυρσίων
Headword (normalized/stripped):
θυρσιων
IDX:
41875
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41876
Key:
Data
{'content': 'tursio'}