Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θυροκοπία
θυροκοπικός
θυροκόπος
θυρόκοπος
θυροκρουστία
θυροπηγία
θυροποιός
θυροφύλαξ
θυρόω
θυρσάζω
θυρσάριον
θυρσεχθής
θυρσίων
θυρσοειδής
θυρσοκόμος
θυρσόλογχος
θυρσομανής
θυρσοπλήξ
θύρσος
θυρσοτινάκτης
θυρσοφορέω
View word page
θυρσάριον
head

ShortDef

head

Debugging

Headword:
θυρσάριον
Headword (normalized):
θυρσάριον
Headword (normalized/stripped):
θυρσαριον
IDX:
41873
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41874
Key:

Data

{'content': 'head'}