Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θυροκοπέω
θυροκοπία
θυροκοπικός
θυροκόπος
θυρόκοπος
θυροκρουστία
θυροπηγία
θυροποιός
θυροφύλαξ
θυρόω
θυρσάζω
θυρσάριον
θυρσεχθής
θυρσίων
θυρσοειδής
θυρσοκόμος
θυρσόλογχος
θυρσομανής
θυρσοπλήξ
θύρσος
θυρσοτινάκτης
View word page
θυρσάζω
bear, brandish a thyrsus

ShortDef

bear, brandish a thyrsus

Debugging

Headword:
θυρσάζω
Headword (normalized):
θυρσάζω
Headword (normalized/stripped):
θυρσαζω
IDX:
41872
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41873
Key:

Data

{'content': 'bear, brandish a thyrsus'}