Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θυροειδής
θυροιγός
θυροκιγκλίδες
θυροκοπέω
θυροκοπία
θυροκοπικός
θυροκόπος
θυρόκοπος
θυροκρουστία
θυροπηγία
θυροποιός
θυροφύλαξ
θυρόω
θυρσάζω
θυρσάριον
θυρσεχθής
θυρσίων
θυρσοειδής
θυρσοκόμος
θυρσόλογχος
θυρσομανής
View word page
θυροποιός
door-maker

ShortDef

door-maker

Debugging

Headword:
θυροποιός
Headword (normalized):
θυροποιός
Headword (normalized/stripped):
θυροποιος
IDX:
41869
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41870
Key:

Data

{'content': 'door-maker'}