Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θύρῃφι
θυριδεύς
θυριδόω
θυριδωτός
θύριον
θυρίς
θυριώτης
θυροειδής
θυροιγός
θυροκιγκλίδες
θυροκοπέω
θυροκοπία
θυροκοπικός
θυροκόπος
θυρόκοπος
θυροκρουστία
θυροπηγία
θυροποιός
θυροφύλαξ
θυρόω
θυρσάζω
View word page
θυροκοπέω
to knock at the door, break it open

ShortDef

to knock at the door, break it open

Debugging

Headword:
θυροκοπέω
Headword (normalized):
θυροκοπέω
Headword (normalized/stripped):
θυροκοπεω
IDX:
41862
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41863
Key:

Data

{'content': 'to knock at the door, break it open'}