Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θύρηθι
θύρηφι
θύρῃφι
θυριδεύς
θυριδόω
θυριδωτός
θύριον
θυρίς
θυριώτης
θυροειδής
θυροιγός
θυροκιγκλίδες
θυροκοπέω
θυροκοπία
θυροκοπικός
θυροκόπος
θυρόκοπος
θυροκρουστία
θυροπηγία
θυροποιός
θυροφύλαξ
View word page
θυροιγός
door-keeper
ShortDef
door-keeper
Debugging
Headword:
θυροιγός
Headword (normalized):
θυροιγός
Headword (normalized/stripped):
θυροιγος
IDX:
41860
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41861
Key:
Data
{'content': 'door-keeper'}