Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θυρευτής
θύρηθι
θύρηφι
θύρῃφι
θυριδεύς
θυριδόω
θυριδωτός
θύριον
θυρίς
θυριώτης
θυροειδής
θυροιγός
θυροκιγκλίδες
θυροκοπέω
θυροκοπία
θυροκοπικός
θυροκόπος
θυρόκοπος
θυροκρουστία
θυροπηγία
θυροποιός
View word page
θυροειδής
like a door
ShortDef
like a door
Debugging
Headword:
θυροειδής
Headword (normalized):
θυροειδής
Headword (normalized/stripped):
θυροειδης
IDX:
41859
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41860
Key:
Data
{'content': 'like a door'}