Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θυρεπανοίκτης
θύρετρα
θυρετρικός
θυρευτής
θύρηθι
θύρηφι
θύρῃφι
θυριδεύς
θυριδόω
θυριδωτός
θύριον
θυρίς
θυριώτης
θυροειδής
θυροιγός
θυροκιγκλίδες
θυροκοπέω
θυροκοπία
θυροκοπικός
θυροκόπος
θυρόκοπος
View word page
θύριον
a little door, wicket

ShortDef

a little door, wicket

Debugging

Headword:
θύριον
Headword (normalized):
θύριον
Headword (normalized/stripped):
θυριον
IDX:
41856
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41857
Key:

Data

{'content': 'a little door, wicket'}