Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θυρεόω
θυρεπανοίκτης
θύρετρα
θυρετρικός
θυρευτής
θύρηθι
θύρηφι
θύρῃφι
θυριδεύς
θυριδόω
θυριδωτός
θύριον
θυρίς
θυριώτης
θυροειδής
θυροιγός
θυροκιγκλίδες
θυροκοπέω
θυροκοπία
θυροκοπικός
θυροκόπος
View word page
θυριδωτός
having apertures

ShortDef

having apertures

Debugging

Headword:
θυριδωτός
Headword (normalized):
θυριδωτός
Headword (normalized/stripped):
θυριδωτος
IDX:
41855
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41856
Key:

Data

{'content': 'having apertures'}