Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θυρεοφόρος
θυρεόω
θυρεπανοίκτης
θύρετρα
θυρετρικός
θυρευτής
θύρηθι
θύρηφι
θύρῃφι
θυριδεύς
θυριδόω
θυριδωτός
θύριον
θυρίς
θυριώτης
θυροειδής
θυροιγός
θυροκιγκλίδες
θυροκοπέω
θυροκοπία
θυροκοπικός
View word page
θυριδόω
make a window
ShortDef
make a window
Debugging
Headword:
θυριδόω
Headword (normalized):
θυριδόω
Headword (normalized/stripped):
θυριδοω
IDX:
41854
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41855
Key:
Data
{'content': 'make a window'}