Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θυρεοφορέω
θυρεοφόρος
θυρεόω
θυρεπανοίκτης
θύρετρα
θυρετρικός
θυρευτής
θύρηθι
θύρηφι
θύρῃφι
θυριδεύς
θυριδόω
θυριδωτός
θύριον
θυρίς
θυριώτης
θυροειδής
θυροιγός
θυροκιγκλίδες
θυροκοπέω
θυροκοπία
View word page
θυριδεύς
window-frame

ShortDef

window-frame

Debugging

Headword:
θυριδεύς
Headword (normalized):
θυριδεύς
Headword (normalized/stripped):
θυριδευς
IDX:
41853
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41854
Key:

Data

{'content': 'window-frame'}