Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θυρεός
θυρεοφορέω
θυρεοφόρος
θυρεόω
θυρεπανοίκτης
θύρετρα
θυρετρικός
θυρευτής
θύρηθι
θύρηφι
θύρῃφι
θυριδεύς
θυριδόω
θυριδωτός
θύριον
θυρίς
θυριώτης
θυροειδής
θυροιγός
θυροκιγκλίδες
θυροκοπέω
View word page
θύρῃφι
outside

ShortDef

outside

Debugging

Headword:
θύρῃφι
Headword (normalized):
θύρῃφι
Headword (normalized/stripped):
θυρηφι
IDX:
41852
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41853
Key:

Data

{'content': 'outside'}