Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θυρεοκοιλίτης
θυρεός
θυρεοφορέω
θυρεοφόρος
θυρεόω
θυρεπανοίκτης
θύρετρα
θυρετρικός
θυρευτής
θύρηθι
θύρηφι
θύρῃφι
θυριδεύς
θυριδόω
θυριδωτός
θύριον
θυρίς
θυριώτης
θυροειδής
θυροιγός
θυροκιγκλίδες
View word page
θύρηφι
outside
ShortDef
outside
Debugging
Headword:
θύρηφι
Headword (normalized):
θύρηφι
Headword (normalized/stripped):
θυρηφι
IDX:
41851
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41852
Key:
Data
{'content': 'outside'}