Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θυρεατικοὶ
θυρεοειδής
θυρεοκοιλίτης
θυρεός
θυρεοφορέω
θυρεοφόρος
θυρεόω
θυρεπανοίκτης
θύρετρα
θυρετρικός
θυρευτής
θύρηθι
θύρηφι
θύρῃφι
θυριδεύς
θυριδόω
θυριδωτός
θύριον
θυρίς
θυριώτης
θυροειδής
View word page
θυρευτής
door-keeper
ShortDef
door-keeper
Debugging
Headword:
θυρευτής
Headword (normalized):
θυρευτής
Headword (normalized/stripped):
θυρευτης
IDX:
41849
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41850
Key:
Data
{'content': 'door-keeper'}