Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Θυρέα
θυρεαμαχία
θυρέασπις
θυρεατικοὶ
θυρεοειδής
θυρεοκοιλίτης
θυρεός
θυρεοφορέω
θυρεοφόρος
θυρεόω
θυρεπανοίκτης
θύρετρα
θυρετρικός
θυρευτής
θύρηθι
θύρηφι
θύρῃφι
θυριδεύς
θυριδόω
θυριδωτός
θύριον
View word page
θυρεπανοίκτης
door-opener

ShortDef

door-opener

Debugging

Headword:
θυρεπανοίκτης
Headword (normalized):
θυρεπανοίκτης
Headword (normalized/stripped):
θυρεπανοικτης
IDX:
41846
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41847
Key:

Data

{'content': 'door-opener'}