Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θυραωρός
Θυρέα
θυρεαμαχία
θυρέασπις
θυρεατικοὶ
θυρεοειδής
θυρεοκοιλίτης
θυρεός
θυρεοφορέω
θυρεοφόρος
θυρεόω
θυρεπανοίκτης
θύρετρα
θυρετρικός
θυρευτής
θύρηθι
θύρηφι
θύρῃφι
θυριδεύς
θυριδόω
θυριδωτός
View word page
θυρεόω
cover with a shield

ShortDef

cover with a shield

Debugging

Headword:
θυρεόω
Headword (normalized):
θυρεόω
Headword (normalized/stripped):
θυρεοω
IDX:
41845
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41846
Key:

Data

{'content': 'cover with a shield'}