Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θύραυλος
θυραωρός
Θυρέα
θυρεαμαχία
θυρέασπις
θυρεατικοὶ
θυρεοειδής
θυρεοκοιλίτης
θυρεός
θυρεοφορέω
θυρεοφόρος
θυρεόω
θυρεπανοίκτης
θύρετρα
θυρετρικός
θυρευτής
θύρηθι
θύρηφι
θύρῃφι
θυριδεύς
θυριδόω
View word page
θυρεοφόρος
armed with an oblong shield

ShortDef

armed with an oblong shield

Debugging

Headword:
θυρεοφόρος
Headword (normalized):
θυρεοφόρος
Headword (normalized/stripped):
θυρεοφορος
IDX:
41844
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41845
Key:

Data

{'content': 'armed with an oblong shield'}