Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θυραυλία
θύραυλος
θυραωρός
Θυρέα
θυρεαμαχία
θυρέασπις
θυρεατικοὶ
θυρεοειδής
θυρεοκοιλίτης
θυρεός
θυρεοφορέω
θυρεοφόρος
θυρεόω
θυρεπανοίκτης
θύρετρα
θυρετρικός
θυρευτής
θύρηθι
θύρηφι
θύρῃφι
θυριδεύς
View word page
θυρεοφορέω
to be armed with the oblong shield

ShortDef

to be armed with the oblong shield

Debugging

Headword:
θυρεοφορέω
Headword (normalized):
θυρεοφορέω
Headword (normalized/stripped):
θυρεοφορεω
IDX:
41843
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41844
Key:

Data

{'content': 'to be armed with the oblong shield'}