Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θυραυλέω
θυραυλία
θύραυλος
θυραωρός
Θυρέα
θυρεαμαχία
θυρέασπις
θυρεατικοὶ
θυρεοειδής
θυρεοκοιλίτης
θυρεός
θυρεοφορέω
θυρεοφόρος
θυρεόω
θυρεπανοίκτης
θύρετρα
θυρετρικός
θυρευτής
θύρηθι
θύρηφι
θύρῃφι
View word page
θυρεός
a stone put against a door, a shield shaped like a door
ShortDef
a stone put against a door, a shield shaped like a door
Debugging
Headword:
θυρεός
Headword (normalized):
θυρεός
Headword (normalized/stripped):
θυρεος
IDX:
41842
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41843
Key:
Data
{'content': 'a stone put against a door, a shield shaped like a door'}