Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θυραμάχος
θυρανοίκτης
θύρασι
θυραυλέω
θυραυλία
θύραυλος
θυραωρός
Θυρέα
θυρεαμαχία
θυρέασπις
θυρεατικοὶ
θυρεοειδής
θυρεοκοιλίτης
θυρεός
θυρεοφορέω
θυρεοφόρος
θυρεόω
θυρεπανοίκτης
θύρετρα
θυρετρικός
θυρευτής
View word page
θυρεατικοὶ
worn to commemorate the victory at Thyrea

ShortDef

worn to commemorate the victory at Thyrea

Debugging

Headword:
θυρεατικοὶ
Headword (normalized):
θυρεατικοὶ
Headword (normalized/stripped):
θυρεατικοι
IDX:
41839
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41840
Key:

Data

{'content': 'worn to commemorate the victory at Thyrea'}