Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θυραῖος
θυραμάχος
θυρανοίκτης
θύρασι
θυραυλέω
θυραυλία
θύραυλος
θυραωρός
Θυρέα
θυρεαμαχία
θυρέασπις
θυρεατικοὶ
θυρεοειδής
θυρεοκοιλίτης
θυρεός
θυρεοφορέω
θυρεοφόρος
θυρεόω
θυρεπανοίκτης
θύρετρα
θυρετρικός
View word page
θυρέασπις
a large shield
ShortDef
a large shield
Debugging
Headword:
θυρέασπις
Headword (normalized):
θυρέασπις
Headword (normalized/stripped):
θυρεασπις
IDX:
41838
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41839
Key:
Data
{'content': 'a large shield'}