Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θυράζω
θύραθεν
θύραθι
θυραῖος
θυραμάχος
θυρανοίκτης
θύρασι
θυραυλέω
θυραυλία
θύραυλος
θυραωρός
Θυρέα
θυρεαμαχία
θυρέασπις
θυρεατικοὶ
θυρεοειδής
θυρεοκοιλίτης
θυρεός
θυρεοφορέω
θυρεοφόρος
θυρεόω
View word page
θυραωρός
warder of the gate

ShortDef

warder of the gate

Debugging

Headword:
θυραωρός
Headword (normalized):
θυραωρός
Headword (normalized/stripped):
θυραωρος
IDX:
41835
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41836
Key:

Data

{'content': 'warder of the gate'}