Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θύραζε
θυράζω
θύραθεν
θύραθι
θυραῖος
θυραμάχος
θυρανοίκτης
θύρασι
θυραυλέω
θυραυλία
θύραυλος
θυραωρός
Θυρέα
θυρεαμαχία
θυρέασπις
θυρεατικοὶ
θυρεοειδής
θυρεοκοιλίτης
θυρεός
θυρεοφορέω
θυρεοφόρος
View word page
θύραυλος
living out of doors

ShortDef

living out of doors

Debugging

Headword:
θύραυλος
Headword (normalized):
θύραυλος
Headword (normalized/stripped):
θυραυλος
IDX:
41834
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41835
Key:

Data

{'content': 'living out of doors'}