Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θυραβάθρα
θύραζε
θυράζω
θύραθεν
θύραθι
θυραῖος
θυραμάχος
θυρανοίκτης
θύρασι
θυραυλέω
θυραυλία
θύραυλος
θυραωρός
Θυρέα
θυρεαμαχία
θυρέασπις
θυρεατικοὶ
θυρεοειδής
θυρεοκοιλίτης
θυρεός
θυρεοφορέω
View word page
θυραυλία
a living out of doors, camping out

ShortDef

a living out of doors, camping out

Debugging

Headword:
θυραυλία
Headword (normalized):
θυραυλία
Headword (normalized/stripped):
θυραυλια
IDX:
41833
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41834
Key:

Data

{'content': 'a living out of doors, camping out'}