Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θυοσκόπος
θυόω
θύρα
θυραβάθρα
θύραζε
θυράζω
θύραθεν
θύραθι
θυραῖος
θυραμάχος
θυρανοίκτης
θύρασι
θυραυλέω
θυραυλία
θύραυλος
θυραωρός
Θυρέα
θυρεαμαχία
θυρέασπις
θυρεατικοὶ
θυρεοειδής
View word page
θυρανοίκτης
door-opener
ShortDef
door-opener
Debugging
Headword:
θυρανοίκτης
Headword (normalized):
θυρανοίκτης
Headword (normalized/stripped):
θυρανοικτης
IDX:
41830
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41831
Key:
Data
{'content': 'door-opener'}