Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θυοσκοπία
θυοσκόπος
θυόω
θύρα
θυραβάθρα
θύραζε
θυράζω
θύραθεν
θύραθι
θυραῖος
θυραμάχος
θυρανοίκτης
θύρασι
θυραυλέω
θυραυλία
θύραυλος
θυραωρός
Θυρέα
θυρεαμαχία
θυρέασπις
θυρεατικοὶ
View word page
θυραμάχος
assaulting doors

ShortDef

assaulting doors

Debugging

Headword:
θυραμάχος
Headword (normalized):
θυραμάχος
Headword (normalized/stripped):
θυραμαχος
IDX:
41829
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41830
Key:

Data

{'content': 'assaulting doors'}