Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἄλυχνος
ἀλύω
ἀλυώδης
ἄλφα
ἀλφάβητος
ἀλφάδιον
ἀλφάνω
ἀλφάριον
Ἀλφειός
ἀλφεσίβοιος
ἀλφή
ἀλφηστής
ἀλφιταμοιβός
ἀλφιτεία
ἀλφιτεῖον
ἀλφιτεύς
ἀλφιτεύω
ἀλφιτηδόν
ἀλφιτηρός
ἀλφιτισμός
ἀλφιτοειδής
View word page
ἀλφή
produce, gain

ShortDef

produce, gain

Debugging

Headword:
ἀλφή
Headword (normalized):
ἀλφή
Headword (normalized/stripped):
αλφη
IDX:
4182
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4183
Key:

Data

{'content': 'produce, gain'}