Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θυοσκόος
θυοσκοπία
θυοσκόπος
θυόω
θύρα
θυραβάθρα
θύραζε
θυράζω
θύραθεν
θύραθι
θυραῖος
θυραμάχος
θυρανοίκτης
θύρασι
θυραυλέω
θυραυλία
θύραυλος
θυραωρός
Θυρέα
θυρεαμαχία
θυρέασπις
View word page
θυραῖος
at the door
ShortDef
at the door
Debugging
Headword:
θυραῖος
Headword (normalized):
θυραῖος
Headword (normalized/stripped):
θυραιος
IDX:
41828
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41829
Key:
Data
{'content': 'at the door'}