Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θύννος
θυννοσκοπεῖον
θυννοσκοπέω
θυννοσκοπία
θυννοσκόπος
θυννώδης
θύνω
θυοδόκος
θυόεις
θύον
θύος
θυοσκέω
θυοσκόος
θυοσκοπία
θυοσκόπος
θυόω
θύρα
θυραβάθρα
θύραζε
θυράζω
θύραθεν
View word page
θύος
a sacrifice, offering

ShortDef

a sacrifice, offering

Debugging

Headword:
θύος
Headword (normalized):
θύος
Headword (normalized/stripped):
θυος
IDX:
41816
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41817
Key:

Data

{'content': 'a sacrifice, offering'}