Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θυννολογέω
θύννος
θυννοσκοπεῖον
θυννοσκοπέω
θυννοσκοπία
θυννοσκόπος
θυννώδης
θύνω
θυοδόκος
θυόεις
θύον
θύος
θυοσκέω
θυοσκόος
θυοσκοπία
θυοσκόπος
θυόω
θύρα
θυραβάθρα
θύραζε
θυράζω
View word page
θύον
thyine-wood, citron-wood

ShortDef

thyine-wood, citron-wood

Debugging

Headword:
θύον
Headword (normalized):
θύον
Headword (normalized/stripped):
θυον
IDX:
41815
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41816
Key:

Data

{'content': 'thyine-wood, citron-wood'}