Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

θυννοκέφαλος
θυννολογέω
θύννος
θυννοσκοπεῖον
θυννοσκοπέω
θυννοσκοπία
θυννοσκόπος
θυννώδης
θύνω
θυοδόκος
θυόεις
θύον
θύος
θυοσκέω
θυοσκόος
θυοσκοπία
θυοσκόπος
θυόω
θύρα
θυραβάθρα
θύραζε
View word page
θυόεις
laden with incense, odorous, fragrant

ShortDef

laden with incense, odorous, fragrant

Debugging

Headword:
θυόεις
Headword (normalized):
θυόεις
Headword (normalized/stripped):
θυοεις
IDX:
41814
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41815
Key:

Data

{'content': 'laden with incense, odorous, fragrant'}