Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
θυννίτης
θυννοθήρας
θυννοκέφαλος
θυννολογέω
θύννος
θυννοσκοπεῖον
θυννοσκοπέω
θυννοσκοπία
θυννοσκόπος
θυννώδης
θύνω
θυοδόκος
θυόεις
θύον
θύος
θυοσκέω
θυοσκόος
θυοσκοπία
θυοσκόπος
θυόω
θύρα
View word page
θύνω
to rush
ShortDef
to rush
Debugging
Headword:
θύνω
Headword (normalized):
θύνω
Headword (normalized/stripped):
θυνω
IDX:
41812
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-41813
Key:
Data
{'content': 'to rush'}